Το ενδοκρινολογικό σύστημα ρυθμίζει και συντονίζει τη μεταβολική δραστηριότητα του οργανισμού και συμβάλει στη διατήρηση της ομοιόστασης του. Η λειτουργία του ενδοκρινολογικού συστήματος εξαρτάται από τους ενδοκρινείς αδένες, τις ορμόνες και τους υποδοχείς. οι οποίοι είναι πρωτεϊνικά μοριακά συμπλέγματα. Οι κυριότεροι ενδοκρινείς αδένες είναι η υπόφυση, ο θυρεοειδής, οι παραθυρεοειδείς, τα επινεφρίδια, το πάγκρεας, ο θύμος, η επίφυση και οι γεννητικοί αδένες.
Ο θυρεοειδής ανατομικά βρίσκεται αμέσως κάτω από τον λάρυγγα, όπου παράγονται οι ορμόνες της θυροξίνη, της τριιωδοθυρονίνης και της καλσιτονίνης. Οι δύο πρώτες ορμόνες συμμετέχουν στην ορθή λειτουργία του καρδιακού μυός (συσταλτικότητα και συχνότητα) καθώς και των μυοσκελετικών και αναπνευστικών μυών, ενώ η καλσιτονίνη διατηρεί σταθερά τα επίπεδα ασβεστίου στο πλάσμα αναστέλλοντας την απελευθέρωση ασβεστίου από τις οστικές αποθήκες.
Ο θυροειδής αδένας μπορεί να υπολειτουργεί ή να υπερλειτουργεί προκαλώντας υποθυρεοειδισμό και υπερθυρεοειδισμό. Συγκεκριμένα, τα συμπτώματα του υποθυρεοειδισμού συχνά μιμούνται αυτά της κατάθλιψης ή άνοιας, ενώ τα άτομα με υπερθυρεοειδισμό παρουσιάζουν ευερεθιστότητα, υπερκινητικότητα, νευρικότητα, ευσυγκινησία, αντιδρούν έντονα στα ερεθίσματα, είναι επηρρεπείς σε κρίσεις πανικού, και ελάττωμένη ικανότητα συγκέντρωσης, μνήμης και προσοχής και αδυναμία αυτοσυγκέντρωσης.
H θυρεοειδίτιδα Hashimoto επιπρόσθετα, ανήκει στα αυτοάνοσα νοσήματα και είναι γνωστή ως χρόνια λεμφοκυτταρική θυρεοειδίτιδα ή χρόνια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα. Η νόσος Hashimoto αποτελεί μια φλεγμονώδη νόσο του θυρεοειδούς αδένα, κατά την οποία ο οργανισμός παράγει αντισώματα έναντι του θυρεοειδή αδένα. Με αυτόν τον τρόπο ο αδένας δυσκολεύεται στην παραγωγή επαρκούς ποσότητας μεταβολικών ορμονών και κατά συνέπεια εμφανίζεται υποθυρεοειδισμός. Ο Asher (1949) ανακοίνωσε ότι ασθενείς με υποθυρεοειδισμό μπορεί να εμφανίσουν καταθλιπτικά συμπτώματα ή ψύχωση.
Είναι ένα από τα πιο κοινά νοσήματα του θυρεοειδή αδένα με τις γυναίκες να προσβάλλονται 3 έως 5 φορές συχνότερα από τους άνδρες. Στη νόσο Hasimoto το βασικό σύμπτωμα είναι ο υποθυροειδισμός, ο οποίος επιδεινώνεται με το πέρασμα του χρόνου με κύρια συμπτώματα την κόπωση, την αδυναμία συγκέντρωσης, τη δυσκοιλιότητα, τους μυικούς πόνους, την υψηλή χοληστερόλη και διαταραχές στη διάθεση. Σε γενικές γραμμές ο υποθυρεοειδισμός συνδέεται με επιβράδυνση των νοητικών λειτουργιών (ιδίως της λήψης αποφάσεων και της μνήμης πρόσφατων γεγονότων), με απάθεια αδιαφορία και λήθαργο, στα οποία μπορεί να προστεθούν συναισθήματα άγχους με ευερεθιστότητα.
Η λειτουργία του αδένα ελέγχεται μέσω των αιματολογικών εξετάσεων, όπου μετρώνται τα επίπεδα των ορμονών του θυρεοειδούς και τα επίπεδα των θυρεοειδικών αντισωμάτων. Οι μορφολογικές παθήσεις διαγιγνώσκονται και παρακολουθούνται με απεικονιστικά μέσα, όπως ο υπέρηχος ή η αξονική ή μαγνητική απεικόνιση.
Οι περισσότερες από τις ανωτέρω περιπτώσεις αναγνωρίζονται σήμερα εύκολα και θεραπεύονται με φάρμακα (χορήγηση ορμονών ή αντίθετα αντιθυρεοειδικά φάρμακα). Παρόλα αυτά, οι διαταραχές του θυροειδή χρήζουν ψυχολογικής αξιολόγησης, υποστήριξης και θεραπείας. Η υπηρεσία της Ελληνικής Εταιρείας Ιατρικής Ψυχολογίας αμβλύνει το ψυχικό φορτίο που προκαλεί η νόσος και στηρίζει στοχευμένα τον ασθενή ώστε να αμβλυνθεί το οργανικό φορτίο της πάθησης.
Βιβλιογραφία
- Σαιβανίδης Π., Σάβογλου Φ., Ουραηλογλου Β.,1996. Ο Ασθενής με Άλλες Συνυπάρχουσες Παθολογικές Καταστάσεις, Θέματα αναισθησιολογίας και άλλης γενικής Ιατρικής.